- πακτωτής
- πακτ-ωτής, οῦ, ὁ,A = πακτωνίτης, Wilcken Chr.31.7 (ii A. D.), cf. PBerol. in Arch.Pap.3.244.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πακτωτής — πακτωτής, ὁ (Α) πακτωνίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] … Dictionary of Greek